όλη η ζωή μικροί ταξιδεμοί
κάθε βήμα.. κάθε βλέμμα
το βιβλίο που θα διαβάσεις
η μουσική που θα ακούσεις·

και η μνήμη
μνήμη μου.. ο μεγαλύτερος..
Ιω

"Και πώς ξέρετε αν, καθώς ταξιδεύω έτσι, δεν έχω πάρει από πίσω, στα σκοτεινά, τον ίδιο μου τον εαυτό;"
(Φερνάντο Πεσσόα -
« Το Βιβλίο της Ανησυχίας»)

Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Αποστόλης Αρτινός - Βίος ιδεόληπτος (λεξήματα)



Βίος ιδεόληπτος


Η μοναξιά που είναι μέσα μας. 
Αυτό το θρόισμα του κάμπου και το άλλο των συννέφων. 
Ψηλώνεις, το αγγίζεις σχεδόν με τα δάκτυλα, το κρατάς, αλλά άληπτο και χάνεται. Η νύχτα γέννησε ακίνητο το τοπίο. Στη μοναξιά του ο αέρας σκορπίζει τα φύλλα. Και τίποτε απολύτως. 
Το σπίτι υπάκουσα και ξέχασα τα βήματα. Ξέχασα τα βήματα όταν υπάκουσα στη μνήμη. 
Πόσο ακίνητο το δικό της τοπίο. Κι έφερα τα χέρια στο πλευρό της καρδιάς. Ν’ ακούσω, είπα, το ασύμμετρο του σφυγμού της. Κράτησα στις φλέβες μου τις διαδρομές και τους τρόπους του. Και το εκκρεμές των παλμών του. Αποθησαύρισα τις μνήμες των απαραμύθητων σταγόνων του. 
Κανένα υγρό δεν νοσταλγεί την ησυχία και έστρεψα το βλέμμα μου στη θάλασσα. Αυτή που δεν τη βλέπουν τα παράθυρα του διαμερίσματος αλλά που ο πόθος της αφής μοσχοβολά τη τρικυμία της. Κανένα υγρό δεν νοσταλγεί την ησυχία. Το πρώτο κλάμα. Η σύσπαση των ματιών. Η κάθετη κίνηση και η στιλπνή του τροχιά. Κανένα υγρό δεν νοσταλγεί την ησυχία. Γιατί η νοσταλγία είναι η τρικυμία του νου και η μίμηση του έρωτα. Πράγματα όλα, ως γνωστόν, που υγραίνουν. Το σύννεφο αθέατο νικήθηκε από το μάτι. Η υγρασία του στάλαξε στα παράθυρα. Τους ήχους της βροχής έφερε στο εσωτερικό του διαμερίσματος, εκεί όπου το πρόσωπο μιμείται τις υγρές του κινήσεις. Πρόσωπο που χαράχθηκε πρόωρα και με τα δάκτυλα στην υγρή περιοχή και στους απέραντους λαβυρίνθους της. Δεν έχω άλλο τρόπο. Τα βήματα ξεχάστηκαν σ’ αυτή τη μοναξιά. Μόνο το άδειασμα των λέξεων. Μόνο ο τρόπος να ζεις δια μέσου. Ο τρόπος που οι έρωτες αναδύονται. Πίσω από κάθε λέξη.
 Γιατί αυτό προστάζει η χημεία του σώματος. 
Όλα ολόγυρα από τη λέξη. Όπως η λέξη ολόγυρα από το σώμα. Όπως κρατά στα χέρια της το σώμα. Το σώμα που δεν έχει χέρια παρά τη λέξη μόνο για να γράφει. 
Και ό, τι γράφει, λέξεις είναι. 
Λέξεις που δεν ηχούν, ούτε σημαίνουν. Γιατί σκοτάδι οι λέξεις. Δοκιμασμένες στην οδύνη της μοναξιάς.
 Σ’ αυτό το ελάττωμα του εαυτού σου. Το απροσδιόριστο τίποτα. Την ανέκφραστη νοσταλγία. Το κενό που επιβάλλεται υπεράριθμο. Με μια δύναμη που η ύπαρξη ονομάζει ακραία. Με μια δοκιμασία που ορίζεται ως μοναξιά. Ο πόθος όμως, είπες, μεριμνά. 
Ο πόθος ούτως ή άλλως μεριμνά. Ο πόθος μεριμνά για τη μοναξιά του, για τη φήμη του στην οδύνη. Ο πόθος μεριμνά τη σιωπή του. Όπως μεριμνούν τη σιωπή τους οι λέξεις. 
Γιατί οι λέξεις είναι η μοναξιά. Το γλωσσικό μας αδιέξοδο. 
Ο λόγος που συναθροίζεται στον εαυτό του.
Όπως ο εραστής με την ιδέα του πόθου και ο πόθος με την ιδέα του εραστή. Γιατί ο εραστής δεν έχει χέρια παρά μόνο για να κρατά τον πόθο, την άναφη ιδέα του. Εκεί όπου διαμελίζεται το σώμα. 
Γιατί θυμάσαι αυτό που είπαμε, η κάθε γέννηση γεννιέται δίδυμη με τον εχθρό της κι αυτά τα ίχνη που αφήνει η ζωή τα διαγράφουν δύο σκέλη. Το ένα της σάρκας και το άλλο πάλι της σάρκας. 
Και τα δύο εφήμερα. Καταστρεπτικά από τη στέρηση. Αυτόχειρα στους κύκλους του ενός θανάτου. Όπως οι λέξεις που διαγράφουν τα ίχνη της γραφής. Μετατοπίζοντας τα γεγονότα προς τη σκιά, στην τεχνητή περιοχή του θανάτου που επικαλείται το θάνατο. Εκεί όπου ο πόθος συναντά το δραματικό του αντικείμενο. Γιατί μόνο ό, τι καθρεπτίζεται στη μοναξιά υπάρχει. Και υπάρχει πραγματικά μόνο το είδωλο στα ύδατα της μοναξιάς. Υγρή σκιά αυτή των πραγμάτων. Γιατί το είπαμε, η κάθε γέννηση γεννιέται δίδυμη. 
Και δεν ξέρεις αν βρίσκεσαι εδώ ή εκεί. Και πάντως βρίσκεσαι εκεί, στα ύδατα. Στην υγρή περιοχή που αντιγράφει τα σχήματα. Στη μοναξιά των πραγμάτων. 
Στη δική τους υγρασία. 
Ο πόθος που είναι ανέγγιχτος αλλά πάλι πόθος. 
Θέλω να σου πω δηλαδή πως δεν έχεις τίποτε 
από μένα ν’ ακούσεις. Πως μόνο την αργία των πραγμάτων μπορώ να μεταφέρω. Πως η γλώσσα μόνο το κενό της μπορεί να μιλήσει. Γιατί οι λέξεις είναι άδειες. Γιατί στη μοναξιά όλα είναι άδεια. 
Όλα υπομένουν το κενό τους, τον χωρισμό τους από τον κόσμο, τη μεγάλη τους στέρηση. Το ανέφικτο ενός τόπου. 
Αυτό είναι η μοναξιά. 
Οι γέφυρες που έχασαν την ισορροπία τους και πλέουν σε χίλια κομμάτια. Αναμνήσεις όλα και ίχνη γραφής. 
Άκου μια ακόμα ιστορία του κύκλου. Ένα βράδυ που δεν ακούγονταν οι θόρυβοι του δρόμου, ούτε 
οι κινήσεις του πάνω ορόφου, άκουσα θορύβους μέσα από τον τοίχο. Ήχους ανθρώπων από κει που δεν είχαν ποτέ ακουστεί. Έβαλα τ’ αυτί μου στην κρύα επιφάνεια κι άκουγα αυτές τις φωνές, μαζί 
μ’ έναν ξερό βήχα και ύστερα βήματα και έπιπλα να μετακινούνται. Για κάποια στιγμή αισθάνθηκα και τις διαστάσεις που θα μπορούσε να χε το δωμάτιο πίσω από τον τοίχο. Εκεί που ακούγονταν
 οι φωνές και ο ξερός βήχας ηλικιωμένου άντρα, βήματα και έπιπλα να μετακινούνται. Χωρίς να ξέρω αν αυτοί οι ήχοι αύξαναν ή λιγόστευαν τη μοναξιά μου. Το μόνο ότι δεν ακούστηκαν ποτέ ξανά από εκείνο το βράδυ. Παράξενο σκέφθηκα. Ούτε βήματα, ούτε φωνές, ούτε σύρσιμο επίπλων, 
ούτε ο ξερός βήχας του ηλικιωμένου άντρα. Τίποτε. Μόνο τα ίχνη τους στη λευκή μοναξιά του διαμερίσματος.
 Όπως οι λέξεις στη λευκή επιφάνεια του χαρτιού, που δεν ηχούν, ούτε σημαίνουν. Γιατί είναι άδειες οι λέξεις. Γραφήματα όλα της ζωής. Όπως η μυρωδιά του σώματος και η πειθαρχία του πόθου.
Του σωματικού μου πόθου. Του σωματικού σου πόθου. Γιατί ο χρόνος θέλει πάντα να επιβάλλεται στον πόθο, να τον καταργεί. Θέλει καθημερινά να τον δοκιμάζει. 
Αλλά ο εραστής είναι η ιδέα του. 
Είναι ανίκητος απέναντι στο χρόνο. 
Το ποθητό και πένθιμο συνάμα σώμα του και η σωματική ισονομία της ιδέας του και το άχρονο της υπεροχής της. Η υγρασία του υπάρχει και σ’ αυτό το σύννεφο του διαμερίσματος που δεν έχει κανένα υγρό παρά μόνο της νοσταλγίας του παραθύρου και της μνήμης των βημάτων. 
Γιατί ο τόπος είναι ανέφικτος. Και τα όνειρα για να υπάρξουν χρειάζονται την περιγραφή του. Τη μυρωδιά της επιδερμίδας του. Το υγρό που τον στερεώνει. Την προφανή του αλήθεια. 
Και επίσης τα όνειρα είναι ψιθυροβόλα. 
Προϋποθέτουν την έγκυρη γλώσσα του τόπου. 
Τη σάρκα των εννοιών του.
Αλλά στη μοναξιά δεν ισχύουν οι λέξεις. 
Στη μοναξιά δεν ισχύει τίποτε. Ισχύει μόνο το τέλος, η ακρόαση του τέλους, ποτέ η θέα του. 
Πώς να σου αφηγηθώ αυτή τη στέρηση, όταν οι λέξεις συγχωρούν το κενό, την απόλυτη σιωπή του κενού, την αιχμηρή του διατύπωση. 
Το σώμα θρηνεί στην έκταση του είπες.
 Και ο πόθος της αφής έφερε το άγγιγμα και την ηβώσα του στύση. Έφερε τους ήχους της βροχής 
και την αντανάκλαση τους στο ασημένιο και γκρίζο των ματιών. 
Όπου οι ψίθυροι υπογραμμίζουν τις κινήσεις. Αυτές του σώματος και τις άλλες της ψυχής. Υγρές διαδρομές που δεν τελειώνουν. Γιατί το εφήμερο της στύσης ευημερεί στην ιδέα του. και οι ιδέες δεν πεθαίνουν. 
Μόνο κινδυνεύουν να πεθάνουν. 
Ο θάνατος αποζητάει τον τόπο τους. Αλλά οι ιδέες ορίζουνε 
την ουτοπία, την απόλυτη στέρηση.
Όμως το άγγιγμα το σωματικό υπήρξε. Η γλώσσα περιέγραψε το κοίλωμα του στόματος. Και ο πόνος υπολογισμένος. Όπως επίσης και οι ψίθυροι, οι αναστεναγμοί και το τρίξιμο στο κρεβάτι.
Ναι, όλα αυτά υπήρξαν.
Και κάποιες σκέψεις ακόμη για την περίοπτη αφήγηση.
Όλα υπήρξαν!
Αλλά που; 

Αποστόλης Αρτινός - Βίος ιδεόληπτος
Κυκλοφορεί απ' τις εκδόσεις Σμίλη

πηγή:



στο ανέφικτο ενός τόπου
ακινητώ
στο ανέκφραστο
εκκρεμώ

ο λογαριασμός απλήρωτος
η απάντηση πληρωμένη
μόνον ό,τι καθρεπτίζεται στη μοναξιά μου υπάρχει.

βίος ιδεόληπτος
αξόδευτη χειραψία
αβίωτη του χρόνου αφή
απούσα -εδώ- 

Ιω




Σημ.: Φωτ. Attic Bird  
         Lluís Masriera i Rosés
        Barcelona, 1872-1958
        (από το διαδίκτυο)




Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ (1939-2020)




Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ


"Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,/ ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα/ 
κάτω απ’ το βάρος της λέξης/ γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση/ όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα./Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου/–απουσία  από τη ζωή –/κλάματα  βγαίνουν στο χαρτί/ κι η φυσική οδύνη του σώματος/ που στερείται."

  έλεγε η Κατερίνα :


 "Όσο στενεύει ο κύκλος της ζωής τόσο πιο πολύ οι κύκλοι της ποίησης πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, ταυτίζονται σχεδόν. 
Οι εμμονές εντείνονται, οι περιστροφές γίνονται όλο και πιο πολύ γύρω στον εαυτό μας που προσπαθεί να μαντέψει τη μόνη πραγματική αλλαγή που περιμένει: το τέλος, τον τελευταίο στίχο."

 "Ορθός χρόνος για την ποίηση δεν υπάρχει ούτε λάθος. Ο χρόνος είναι αρμοδιότητα του σώματος και κάθε συλλογή βγαίνει σε μια συγκεκριμένη στιγμή του σώματος κι όσο πιο έντονο είναι το ποιητικό βίωμα μπορεί ν’ αγγίξει την προφητεία για την εξέλιξη του προσώπου. “Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα” και 
“Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας”, οι δύο τίτλοι έχουν κοινό την “απώλεια” και το “ελάχιστο” που μένει, αν μείνει.
 Όμως ο “Θρίαμβος” γράφτηκε το ’78, δεν ήμουν ούτε 40 χρονών και ο “Ουρανός…” σχεδόν 30 χρόνια μετά. Κι αυτός είναι 
ο ορθός χρόνος. Ο αμετανόητος."




 "Πάντα λέω πως το υπέδαφος του ποιήματος είναι μια πληγή, 
ένα βάσανο. Το ποίημα είναι η αναζήτηση της θεραπείας, είναι 
η θεραπεία. Η πληγή μπορεί να'ναι σωματική, ψυχική, κοινωνική, πνευματική. Μπορεί να'ναι και ξεχασμένη. 
Το υποσυνείδητο όμως τη θυμάται."

 "Για μένα η γλώσσα είναι το παν. Οι εμπειρίες της ζωής είναι γλώσσα, η ύπαρξη είναι γλώσσα, ακόμη κι αν δεν είσαι ποιητής. 
Η έκπληξη, ο πόνος που δοκιμάζεις εκφράζονται με τα φωνήεντα και τα σύμφωνα της γλώσσας που μ’ αυτή ζεις. Η μνήμη είναι μέρος της γλώσσας, όργανό της, όπως η πέννα (το κομπιούτερ τώρα) στον συγγραφέα. Αλλά το ποίημα το εμπνέει η γλώσσα. Αυτή σε παρασέρνει με τους συνειρμούς, την ακουστική, 
τα λογοπαίγνια στον επόμενο στίχο."

 "Ο ποιητής και γεννιέται και γίνεται», επέμενε.» Όπως ένας άνθρωπος. Μπορεί να γεννηθεί καλός και η ζωή να τον κάνει κακό. Μπορεί να γεννηθεί κάποιος ποιητής και η ζωή να μην του δώσει ποτέ την ευκαιρία να το συνειδητοποιήσει και να γράψει. Σκέφτομαι πως ίσως στα λιβάδια να'ναι βοσκοί που δεν ξέρουν πως αντί να μετράνε τα πρόβατα είχαν τη δυνατότητα να γράφουν ποιήματα. Αλλά πάλι, είμαι σίγουρη πως αν έχουν κάτι ποιητικό μέσα τους θα συλλαμβάνουν, θα απολαμβάνουν το τοπίο κάπως αλλιώς και κάπως αλλιώς θα συνομιλούνε με τα πρόβατα."


"Γράφοντας, ο ποιητής,  προσπαθεί να εγκαταστήσει μια ισορροπία ανάμεσα στον έξω κόσμο και στον εσωτερικό του κόσμο. Αν είναι  σεμνός και ντροπαλός θα μεγαλοποιήσει τα πράγματα για να δικαιολογήσει τη δειλία του. 
Αν είναι δυναμικός κι εκφραστικός, πάλι, θα ρίξει φως στα σκοτάδια για ν’ αποδείξει πως κανένα σκοτάδι δεν μπορεί 
να του αντισταθεί."

πηγή:




το αγαπημένο μου ποίημα της Κατερίνας..
ένας κόσμος ολάκερος..
μια πατρίδα κοινή


ΛΥΠΙΟΥ



Προοίμιο


Τα ποιήματα αποτυχαίνουν

όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.

Μην ακούτε τι σας λένε

θέλει ερωτική θαλπωρή

το ποίημα για ν’ αντέξει

στον κρύο χρόνο…



Έναν τόπο επινόησα

για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,

λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,

ώς τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,

ώς να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές

που δαγκώνουν και τσούζουν οι δαγκωματιές τους.

Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα

για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,

μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα

αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους

αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά

και καρπούς σάπιους.



Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό

μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό

που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται

αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.

Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ

ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό,

πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής

σημαίνουν το «όχι... όχι... λάθος»

ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»

ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:

«Το καλό με τον πόθο

είναι πως όταν χάνεται

χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».



Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης

γίναν σιωπηλές πλατείες

τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά

κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες

σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιόνται στα σοκάκια.

Κάτι χειρότερο από γερατειά,

η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.



Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια

από τότε που μου ’δειξες την αξία της λύπης.

Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας

αλλά το θετικό της απουσίας...

Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε

σαν να το ’χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο,

τα μάτια σου σαν να ’ταν από θειάφι

αλαφιασμένα, μ’ αλάφιαζαν.

Ας κλαίμε, λοιπόν, κι ας το λέμε χαρά

χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας.        .

Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ’ άλλο λιμάνι

όπως σ’ ένα καινούργιο ποίημα

και μες στην πάχνη θα κρατώ

τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.

Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα

αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.

Κοιτάζοντας σε ανακάλυψα την ενδοχώρα

του αισθήματος.



Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού

βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.

Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε  

αλλά όχι τόσο όσο εκείνη μ’ όλο το φως τ’ απροσμέτρητο

που ’βγαίνε απ’ το θάνατο.

Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα,;

ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας   

βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο χάρος

κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.

Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει το δύσκολο

δρόμο της απ' το μαύρο στο τέλειο.



Η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είμαι γω

που κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω   

πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται

στην οδό της χαράς.

Λέω: κάποιο λάθος έγινε δω

και δεν ακολούθησα το δρόμο του μεταξιού

ούτε άγγιξα ποτέ τον ήρωα του ποιήματος στο στήθος.

Την καρδιά του μόνο φαντάστηκα να στέκεται,  

σαν κάτι Τράπεζες που περνάμε απ’ έξω και λέμε:

«Για φαντάσου πόσα εδώ, πόσα φυλάσσονται!»    



Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα

κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα   

για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που’ χω χάσει

όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα  

κείνα τα άφωνα ξημερώματα

κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου

να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει

μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.

Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια  

τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά

και μπαίνεις στην τάξη

μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου

στην αοριστία της ύπαρξης

που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,

τη συναντάς πάλι προς το τέλος.



Η θρησκεία στη Λυπιού

είναι μια Έννοια Ακέφαλη.

Το άγαλμα της κάθεται φρόνιμα

στις αδελφές της δίπλα:

την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία

με τις πιο σωστές αναλογίες.

Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή  

κι όταν εκείνος που θ’ αγαπούσα εάν…

έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ

και βρίσκεται σε διέγερση

γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι

όπως και τ’ αντίθετο της.

Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γίνηκαν ένα σώμα

και το χορτάρι που φυτρώνει

ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων

τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν

που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν

σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.

Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος

σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.





δε λέω αντίο Κατερίνα
κάθε που θα σε ζητώ
ξέρω που θα σε ανταμώνω

στη Λυπιού..

"Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα

κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα   

για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που’ χω χάσει".


εις το επανιδείν!

Ιω



Σημ.: Φωτ. από το διαδίκτυο

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2020

Louis Aragon - Ψιθυριστά





 Ψιθυριστά


Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που φτύνουν στη σούπα

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που άλλο δεν κάνουν απ’ το να μιλάν

Ή να χαμογελάν

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που γλείφουν τις σελίδες των βιβλίων

Με το πρόσχημα πως τις γυρνάν

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που συνέχεια με ρωτάν

Που έχω σκοπό να περάσω το βράδυ μου


Δεν αγαπώ τους ανθρώπους


Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που κλάνουν

Ιδίως όσους κλάνουν διανοητικά

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που ζέχνουνε το σκόρδο

Τους βυρσοδέψες και τους μοναχούς

Τα φράγκα τα σκατά την προθυμία

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους που παραπατούν κοιτώντας τις γυναίκες

Κάπως υπερβολικά επιδεικτικά

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους

Που υποκρίνονται πως νομοθετούν και κανονίζουν τη ζωή μου

Το χρόνο μου τα γούστα μου τα εκφραστικά μου λάθη

Που ενώ δεν τολμούν να κοροϊδέψουν την ακατάσχετη φλυαρία

Ενός κυρίου του κόσμου με ευγένεια

Βρίσκουν κακή ακόμα και την πιο ταπεινή

Από τις σκέψεις μου


Δεν αγαπώ τους ανθρώπους σας λέω


Δεν αγαπώ τους ανθρώπους

Γιατί είν’ ανυπόφορα περιορισμένοι και χαζοί

Γιατί γευματίζουν και δειπνούν σε προκαθορισμένες ώρες

Από τους γονείς τους γιατί πηγαίνουν στο θέατρο στο σχολείο

Στην επιθεώρηση της δεκάτης τετάρτης Ιουλίου

Γιατί παντρεύονται ταξιδεύουν για το μήνα του μέλιτος

Σπέρνουν νόμιμα παιδιά

Που θα καταχωρηθούν στο ληξιαρχείο την ορισμένη μέρα

Θα γίνουν στρατιώτες πουτάνες κατά παραγγελία

Δημόσιοι υπάλληλοι

Συνοδοί της ανάγκης στα πιο διαφορετικά σαλέ

Γιατί μόλις τελειώσουν όλα αυτά τα ξαναρχίζουν

Γιατί απ’ όλα τ’ ανεγκέφαλα αισθήματα

Το αίσθημα της οικογένειας δεν είναι μονάχα

Το πιο διαδεδομένο μα και το πιο

Αηδιαστικό και μπορώ να σε γαμώ μπορώ να σε χτυπώ

Και παρόλ’ αυτά να είναι τόσο ευγενικό εμπρός παιδιά

Δεν πα να λένε έπειτα

Σκαρώνουν πνευματώδη λόγια και φάρσες

Μαθαίνουν πότε χρειάζεται το παραμύθι πότε το κομπλιμέντο

Διότι όλοι αυτοί οι κουραμπιέδες

Όταν μου τη βιδώνει να μην κάνω τίποτα με τον τρόπο τους

Επιχειρηματολογούν κι εκπλήσσονται

Επειδή τους ξερνάω κατάμουτρα

Επειδή σηκώνω τους ώμους αδιάφορα

Μπροστά στους βόες των γυναικών τους

Στα στεφάνια των κανακάρηδων τους

Στα διαμερίσματα της μπάκας τους

Επειδή εγώ δεν τα ‘χω καλά με το δήμαρχο ούτε με την πατρίδα

Επειδή εγώ δεν κρύβω τον τρόμο που μου προκαλούν

Επειδή

Δεν αγαπώ τους ανθρώπους



Louis Aragon 
Από τη συλλογή "Το μεγάλο Κέφι" - (La grande gaité, Gallimard, 1929.)


πηγή:


γιατί έτσι..
Ιω



Σημ.: Φωτ. από το διαδίκτυο

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Γιάννης Σκαρίμπας - Το θείο Τραγί (απόσπασμα)





[...]

Εμείς καλλιεργούμε μόνο από έρωτα προς την ελευθερία το ψέμα
 - ένα ψέμα όλο ποίηση, 
μιαν αναποδιά όλην οίστρο
ενώ αυτοί είναι αυτόδουλοί του και σκλάβοι του.
 Η συμφωνία τους είναι ν' αλληλοκλέβουνται έντιμα, ενώ η κλεψιά είναι άτιμη. 
Είν' η συνθήκη τους τίμια με σήμα κατατεθέν της το ψέμα. 
Τι μπρίο! Τι μπρίο!
 Πώς διάλολο συσχετίζουν τα άσχετα; Πώς μπρε μάτια μ' συμβιβάζουν τα άκρα;
 Είναι όλοι τους "τίμιοι" κατά τον πιο άτιμο τρόπο!... Πού να τους παραβγούμε 
εμείς οι κακόμοιροι σ' αυτή τους την ανομία τη νόμιμη, σ' αυτή την πεπειραμένη αρετή τους.
 Είναι πολύ πεζεβένηδες.

Να, γι' αυτό γκιζιρνάμε. Μήτε σπείρουμε, μήτε θερίζουμε 
γιατί για μας είναι τα χούματα μπρούτζινα και νικέλινη η γη μας.  
 Τα Έθνη, οι πολιτείες, οι τόποι, δεν έχουνε σύνορα
 στον δικό μας το χάρτη 
και τα δυο ημισφαίρια μας πέφτουνε λίγα. 
Η ζωή μας δεν ανέχεται όρια.
 Εμείς ένα σύνορο ξέρουμε: των σολών μας το πάτι. 
Είμαστε μεις πολίτες του απείρου, κ' έχουμε κ' εμείς μια σφραγίδα: 
τον πάτο μας.

 Γιάννης Σκαρίμπας, Το θείο Τραγί, εκδ Νεφέλη,Δεκέμβριος 1993 

....


 τα ημισφαίρια λίγα
διψώ για θέες ανεμπόδιστες
πολιτογραφούμαι ψυχή τ' απείρου
σφραγίδα μου η λέξη


Ιω


Σημ.: Φωτ. από το διαδίκτυο

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

με ξέρει



με ξέρει


διαβαίνω το χρόνο
με διανύσματα λέξεων

 περνώ - διάφανη -
οδούς και λάθη

οι σειρήνες γινήκαν στεριανές
μολύβι το κατάρτι

αυτές ρωτούν
η σελίδα γεμίζει

 -το αστέρι είναι μοναχό;
-οι Πλειάδες όχι

-το  βήμα κουτσό;
- μόνο με τον Κορτάσαρ 

- η μουσική δακρύζει;
- δεν είναι θάλασσα

- πεινάς;
- με τάισε ο Λούκουλος

- θέλεις λέξεις;
- με βρήκε η ποίηση

- κι αν βραχείς;
- είναι ο ουρανός μου

- χρώματα, θες;
-στο νοητάκι μου αρμάτωσα την Ίριδα

- κι ο θάνατος;
- τι ο θάνατος;

- δε σε φοβίζει;
- με ξέρει, χαράσσω τον εαυτό μου 
 στο δέντρο Του
οι φλέβες μου ξεδιψούν τα πουλιά Του


Ιω

https://www.youtube.com/watch?v=zwLBaBeo1k4



Σημ.: Φωτ. από το διαδίκτυο


Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Αρσένι Ταρκόφσκι - Τα πρώτα ραντεβού




Τα πρώτα ραντεβού


Γιορτάζαμε σαν των Θεοφανίων τη γιορτή
Των ραντεβού μας την κάθε στιγμή,
Οι δυο μας στον κόσμο μονάχοι. Ήσουν πιο θαρραλέα,
Πιο ανάλαφρη κι από πουλιού φτερούγα,
Ανέβαινες τη σκάλα σαν τρελή,
Έτρεχες και μ' οδηγούσες με χαρά
Μεσ' απ' τις υγρές τις πασχαλιές
Στην άλλη άκρη του καθρέφτη. 

Σαν ήρθε η νύχτα, ήταν για με αγαλλίαση
Χαρισμένη. Του ιερού οι πύλες ορθάνοιχτες
Και στο σκοτάδι φώτιζε απαλά
Κι αργά έγερνε η γύμνια σου,
Και ξυπνώντας "Ας είσαι ευλογημένη"
Αναφώνησα, κι ήξερα ότι η ευλογία τούτη
Παράτολμη ήταν. Κοιμόσουν, κι απ' τα βλέφαρα
Του σύμπαντος του γαλανού αγγιγμένη
Απλωνόταν σε σένα απ' το τραπέζι η πασχαλιά
Και τα γαλαζοταραγμένα βλέφαρα ήσυχα ήταν 
Και ζεστό το χέρι σου απλωνόταν γαλήνια.

Βουερά ποτάμια χτυπούσαν μες στο κρύσταλλο,
Βουνά προβάλλαν στην ομίχλη, θάλασσες αχνοφέγγαν
Και συ κρατούσες την υδρόγειο στην παλάμη 
Κρυσταλλένια και κοιμόσουν στο θρόνο 
Και - Θεέ μου! - ήσουν δικιά μου.

Ξύπνησες και μεταμόρφωσες
τις καθημερινές μας κουβέντες, 
Κι ο λόγος παντοδύναμος ξεχείλισε. 
Μίλησες κι η λέξη "εσύ"  πλάτυνε 
Και "βασιλιάς"  βρήκε νέο νόημα. 
Όλα στον κόσμο μετουσιώθηκαν μεμιάς, 
Ακόμη και πράγματα καθημερινά - λεκάνη, βάζο -
Όταν στεκόταν ανάμεσά μας σαν φρουρός, 
Σκληρό σαν μέταλλο απλωμένο το νερό.

 Βαδίζαμε στ' άγνωστο αντάμα. 
Μπροστά μας αντικατοπτρισμοί θαρρείς, 
Πόλεις χτισμένες ως εκ θαύματος, 
Άγρια μέντα έγερνε κάτω απ 'τα πόδια μας, 
Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας,
Τινάζοντας τα ψάρια πάνω απ ' το νερό, 
Και μπρος στα μάτια μας ξετυλιγόταν ο ουρανός...

 Όταν η μοίρα μας πήρε το κατόπι, 
Παράφρονας με το ξυράφι στο χέρι. 


(Από τη συλλογή Λευκή Μέρα) 


Αρσένι Ταρκόφσκι,
(Tarkovskij, Arsenij, 1907-1989)
 "Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας"
Εκδόσεις ΕΛΕΓΕΙΑ, Μάρτιος 2007
απόδοση - επιμέλεια Χρήστος Κολτούκης

....

" Στη δεκαετία του '70 τα ποιήματα του Αρσένι Ταρκόφσκι έγιναν γνωστά σε όλον τον κόσμο μέσα από τις ταινίες του διάσημου γιου του, Αντρέι. Στις ταινίες "Καθρέφτης", "Στάλκερ" και "Νοσταλγία" ακούγονται ποιήματα του που κάποιες φορές τα διαβάζει ο ίδιος. Ποίηση και κινηματογράφος διακρίνονται για το λυρισμό τους, τη βαθιά σοφία, την απλότητα, το μεγαλείο της ψυχής, την αλήθεια. Κανένας απ' τους δυο δεν πρόδωσε τις αρχές του. Δεν απογοήτευσαν όσους τους αγάπησαν. Δεν επεδίωκαν να "χαϊδέψουν" το κοινό. Και οι δύο εκπλήρωναν το καθήκον του δημιουργού, ποιητή και σκηνοθέτη. Και παρόλο που τα μάτια τους είδαν αίμα, αδικία και ψέμα, 
δεν έπαψαν να υμνούν τη ζωή και τον Άνθρωπο."

απόσπασμα από:
....



"-Μίλα!
-Μίλα! Γιατί δε μιλάς;
-Μίλα! Δε με νοιάζει τι θα πεις, μίλα!
-Μίλα! Μίλα!
Πες της... πες της... γιατί δεν της λες ότι κάθε στιγμή μαζί ήταν γιορτή.
Επιφάνεια, οι δυο σας μόνοι μέσα στον κόσμο."
...

δε με νοιάζει τι θα πεις
στα μάτια πιάνεται ο καημός
στις ξόβεργες οι λέξεις
στα χέρια τ' αντίδωρα
μου το 'παν τα πουλιά

Ιω



Σημ.: Φωτ. από το διαδίκτυο

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2020

Αφιέρωμα στην ποίηση του Γιάννη Στίγκα - Από τον Ε.Μυρων (Aποτυπώματα)



Αφιέρωμα στην ποίηση του Γιάννη Στίγκα
Από τον Ε.Μυρων By Ε.ΜΥΡΩΝ 



"Τη φωνή μου ρε
κι ας μην έχω να φάω"

απόσπασμα από..
ΠΡΟΦΗΤΕΙA ΠOY ΧΑΙΡΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΑΦΡΟΥΣ ΤΗΣ
Η όραση θ’ αρχίσει ξανά, Εκδόσεις Κέδρος 2006

.....

«Κι άμα πηδάω κάθε νύχτα/

από την κορυφή της λύπης μου, δεν είναι από συνήθεια /

είναι γιατί η αλήθεια κύριοι, προϋποθέτει ύψος».


(Η όραση θ’ αρχίσει ξανά)

....



(…)

Μη μου γρυλίζεις ρε

Εγώ μπορώ και μ’ ένα bic
να γίνομαι κανένας

["Κύκλωπας"(Βλέπω το κύβο Ρούμπικ φαγωμένο)]


.....


SPUTNIK 2017

(…)
Σιγά σιγά
  βρίσκω μέσα μου τις λέξεις
για να επιζήσω κουβεντιαστά
Αυτό δεν είναι σχέδιο πτήσης
Είναι το δικό μου
επείγον πολίτευμα.

(Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι)

....

«Γιατί η ποίηση
-ψιτ μεγάλε-
δεν είναι αιώρα ρεμβασμών
δεν ειν’ το φτερωτό σου κατοικίδιο
-ψιτ μεγάλε-
Όταν υποδύεσαι το φεγγάρι
να το υποδύεσαι και στη χάση του
-δεν θα στο κάνω πιο λιανά –
Αν το νοείς αυτό
έχει καλώς
αλλιώς
Ε ρε Mαγιακόφσκι που σου χρειάζεται»

[«Με τον τρόπο του Γ.Σ.» (Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο)]

.....


Ο ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ ΧΑΝΕΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΣ

Εδώ που φτάσαμε
λιγνεύει ο αέρας

Πρέπει να μάθεις να αναπνέεις
όπως το ποίημα

ειδάλλως γύρνα πίσω

και μη γελάς

αυτή η γειτνίαση με το τίποτα
θα μας φάει

(Η όραση θα αρχίσει ξανά)





IV.

Είµαι τόσο πρόθυµος για συντέλεια
ώσπου να γράψω «λουλούδι»
έχει ήδη χάσει δυο πέταλα
δεν ξέρω αν το φως
είναι τέχνασµα σκότους
ή ανάποδα
εγώ
µόνο να βασανίζω τις πεταλούδες
– καµιά τους δεν ξέρει να µ’ αγαπήσει

(Η όραση θ’ αρχίσει ξανά)

....

Εδώ

the evil eye is working overtime
λυπάμαι που το γράφω αλλά
το φως το καταντήσαμε
την τέλεια —για το τίποτε— κρυψώνα

—τι άλλο θέλεις να σου πω—

εχθές το βράδυ στο μετρό
αγγίζονταν χιλιάδες σώματα
κι ούτε ένα τσαφ για τα προσχήματα
ούτε ένα τόσο δα ηλεκτρόνιο
κάτι ν’ ανατριχιάσει τα χαμένα βλέμματα

μήπως και δούμε την Ιθάκη ολόγυμνη

κάτω από τα ταγιέρ

και τα πουκάμισα

(Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο)

......

ΦΡΑΝΚΕΝΣΤΑΪΝ Ή ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΑΤΙΤΛΟ

στραβά που σ’ έραψα στραβά
                                  στραβά θα με ξηλώσεις

Αγαπητέ κύριε,
εγώ σας έκανα καλό με τόσους εφιάλτες
γιατί μετά, το δροσερό νερό
μετά, το χάδι στα μαλλιά
το «σώπα, ξημερώνει».

Ενώ για μένα τι;
που ζω ένα γκρι σαν παρεξήγηση
που μ’ αλυχτάνε τα σκυλιά
που με τρυγά η σκουριά
-τόσες περικοπές για ένα κορμί-
τουλάχιστον ας βάζατε ανοξείδωτες τις βίδες,
για να μη γυροφέρνω μ’ ένα κίτρινο αδιάβροχο
χειμώνα-καλοκαίρι
σαν τους επιδειξίες.

Κι ύστερα,
γιατί εμένανε τα χέρια μου
να’ χουνε τέτοιο εμφύλιο
το’ να να θέλει να γυρίσει στον παράδεισο
τ’ άλλο να γράφει: ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΕΤΑΙ
έτσι θα μένω πάντα στην Αθήνα.

Γιατί τόσες ραφές χωρίς κανένα σχέδιο
ένα της πλάκας ή
ένα δικό μου όνομα
-ας γράφατε μονάχα τ’ αρχικά-
έστω μια τρίλιζα
(στο ύψος της καρδιάς)
-κι έννοια σας, κύριε-
γνωρίζω εγώ να χάνω.

(Βλέπω τον κύβο Ρούμπικ φαγωμένο)



Διαβάστε όλο το αφιέρωμα εδώ





λίγο ακόμη από "τσίμπημα" Στίγκα..


Ερώτηση: τι κάνει ένας σκύλος στο διάστημα

Απάντηση: διαγράφει μια ελλειπτική πορεία.
 «Ούτε η ηρωική απελπισία της ευθείας, 
ούτε η λύτρωση του κύκλου. /
 [αλλά] Αυτό το ανάμεσα. Μια μπάσταρδη κίνηση.
Η πραγματική μητέρα του ιλίγγου». 

.....

«Να θυμάσαι· ο αναγνώστης δεν είναι συγκυβερνήτης. / Ξαπόστειλέ τον από κει που ‘ρθε / 
και κάτσε να μαντάρεις με την ησυχία σου / το φράγμα του ήχου».
....

Μην αφήνετε το πηδάλιο στον Ανδρέα Μπρετόν.
Τους προηγούμενους
τους έριξε σ’ ένα σύθαμπο
όλο κατακτητές και σκοτωμένα φρούτα.

Δεν έχω ματαδεί τέτοια απειλή.
....

Αυτό που λέμε θνητότητα
είναι ένα σύννεφο ταχείας πήξεως.
Διάνυσέ το
         μονάκριβα
–όχι με την ταχύτητα του τρόμου σου

Άντε, γιατί έχουμε φλομώσει στους καμικάζι.

(Εξυπερύ σημαίνει χάνομαι)


«Ποίησις είναι η κορυφή του παγόβουνου/ και από κάτω πανστρατιά / οι βλαστήμιες»

 [«Έτσι όπως διαβάστηκε στην παλάμη μου και σκόνταψα 
στ’ αλήθεια»
 (Η όραση θ’ αρχίσει ξανά)]


"Οι ζωντανοί, όσοι ζουν με την ποίηση στις φλέβες τους, συνθέτουν στα μάτια του Γιάννη Στίγκα έναν άλλο πολιτισμό· τον πολιτισμό του βλέμματος. Μια κοινότητα ανθρώπων ή ένα πολίτευμα, όπου οι μεν βλέπουν τη ζωή κατάματα και οι δε την διαβάζουν στα μάτια των πρώτων. 
Αυτή νομίζω θα ήταν η ιδανική πολιτεία· η πολιτεία των ποιητών
«Ο πολιτισμός του βλέμματος οφείλει να καθρεφτίζει», μας λέει ο ποιητής.
 Γιατί το βλέμμα, η όραση των ποιητών βλασταίνει μαζί με τη δίψα:
  «όραση και δίψα πρέπει να εδράζονται στο ίδιο σημείο. / Ίσως έχουμε να κάνουμε με ένα αυστηρά κλειστό κύκλωμα. / Κάτι ανάβει τη δίψα και η δίψα την όραση. Ποτέ το ανάποδο». Και η δίψα – δεν μπορώ να προχωρήσω παραπέρα – μας επαναφέρει εμβρόντητους μπροστά
 στο ανάστημα. Στην ίδια την ποίηση."

πηγή:





κι ο Στίγκας ως γιατρός / ποιητής κατέχει πολλά
και από ανάστημα
και από "ανάστεμα" 
και από φλέβα..

Χρόνια πολλά Γιάννη!

Τα σέβη μου

Ιω


Σημ.: Φωτ. από το διαδίκτυο

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2020

η μόνη μνήμη




η μόνη μνήμη


κανείς τίποτα δε θυμάται..

ούτε θυμήθηκε ποτέ

γι' αυτό μελλούμενα

γεννά

 η ποίηση μόνον έχει τη μνήμη

ντυμένη του χρόνου την οδύνη

σταλάζει ενθέματα

ζει το "ξανά"


Ιω




Σημ.: Φωτ. από το διαδίκτυο