όλη η ζωή μικροί ταξιδεμοί
κάθε βήμα.. κάθε βλέμμα
το βιβλίο που θα διαβάσεις
η μουσική που θα ακούσεις·

και η μνήμη
μνήμη μου.. ο μεγαλύτερος..
Ιω

"Και πώς ξέρετε αν, καθώς ταξιδεύω έτσι, δεν έχω πάρει από πίσω, στα σκοτεινά, τον ίδιο μου τον εαυτό;"
(Φερνάντο Πεσσόα -
« Το Βιβλίο της Ανησυχίας»)

Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

Δημήτρης Χριστόπουλος - Ο σούπερμαν με τη μαύρη μπέρτα





Ο σούπερμαν με τη μαύρη μπέρτα
 του Δημήτρη Χριστόπουλου 
Στη μνήμη του Γιάννη Μπεχράκη


 Εκείνο το καλοκαίρι δεν ήταν καλοκαίρι. Εδώ πάνω έβρεχε βδομάδες ολόκληρες. Λες και ο Θεός ξέχασε ανοιχτές τις βρύσες τ’ ουρανού. Κι ένας στρατός από κάμπιες προχωρούσε σιωπηλός.

Λίγο ακόμα, λέγανε. Λίγο ακόμα.

Σκεφτόμουν τους δικούς μου. Τον προπάππου τον Φιλοκτήτη και τη γιαγιά μου, την Ξάκω. Πάνε χρόνια που φύγανε. Η Ξάκω πρώτη. Ο Φιλοκτήτης αργότερα. Κι απόμεινα εγώ, με μια κάμερα στο χέρι, πουθενά να μην μπορώ να στεριώσω. Πεθαίνουν κάποτε κι οι λέξεις,
 έλεγε ο προπάππους –εκατό πατημένα. Δάσκαλος κάποτε της Αναξαγόρειας Σχολής στα Βουρλά, 
με χίλιους μαθητές παρακαλώ. Κι όταν οι λέξεις ψυχομαχούν και οι φωνές άηχες από το στόμα βγαίνουν, τα λόγια ψεύτικα ακούγονται και το βλέμμα μια συνήθεια θανατηφόρα, μπολιασμένο 
με μπόλικη ματαιότητα.

Λίγο ακόμα, λέγανε. Λίγο ακόμα.

Χθες είδα τον Αινεία. Κουβάλαγε στους ώμους τον ογδοντάχρονο πατέρα του, τον Αγχίση, να τον φυγαδεύσει έξω από την Τροία. Τρεις χιλιάδες χρόνια πέρασαν κι αυτός εκεί. Πεισματάρης. Θα τον σώσω, έλεγε, θα τον σώσω. Αλήθεια σας λέω. Αυτός ήταν. Του μίλησα. Ξέρεις, μου είπε, εδώ που βρίσκεσαι, ο πατέρας γίνεται γιος και ο γιος πατέρας. 
Μου ζήτησε τσιγάρο.

Στις ειδήσεις λένε, όλο αυτό είναι κακοφωνία για τον τόπο. Κακοφωνία που δεν είναι και τόσο κακό να σβηστεί από τον χάρτη. Μαθητής στο σχολείο πήρα δυο μέρες αποβολή. Απειλούσαν και με αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος. Στο διάλειμμα άναψα τσιγάρο και με την καύτρα έκαψα τον χάρτη. Τρύπες, παντού τρύπες. Πήρα σκούπα και φαράσι από την καθαρίστρια. Και μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Σαν αυτή που ντύνει ολόκληρο τούτο το σώμα.  

Λίγο ακόμα, λέγανε. Λίγο ακόμα.

Ήταν η στιγμή που η παράσταση κορυφώθηκε. Η στιγμή που μέρες περίμενα. Τα χέρια μου έτρεμαν. Τα μάτια μου θολά από τα νερά της βροχής. Σχεδόν δεν έβλεπα μπροστά μου. Έκανα τις τελευταίες ρυθμίσεις. Ο φακός ήταν ξαφνικά τα μάτια μου. Το βουητό της βροχής δυνάμωνε. Η υγρασία τρυπούσε τη μύτη μου. Άνοιξα το στόμα να ξεδιψάσω.

Λίγο ακόμα, λέγανε. Λίγο ακόμα.

Δυο σώματα που διασταυρώνονταν. Το μοναδικό κέντρο της δράσης όπου το θέμα και η εικόνα συναντιούνται. 1/500 του δευτερολέπτου. Αυτό είναι! είπα. Να δω τις σταγόνες προτού χαθούν. Ένα ελάχιστο κομμάτι χώρου και χρόνου στο κάδρο για να εισβάλει μέσα η πραγματικότητα. 
Πόσο άραγε διαρκεί μια σταγόνα; Πόσο διαρκεί μια μετέωρη στιγμή; Άκουγα για ώρα το κατακάθι της φωνής μου που έκανε βουτιά στην απώλεια. Ο σούπερμαν με τη μαύρη μπέρτα σώζει όλα τα παιδιά του κόσμου, έλεγα. Πάντα θα υπάρχει ένας ήρωας για τους κυνηγημένους. Και χαμογελούσα.

Σταμάτησε η βροχή. Λίγες στάλες κυλούν ακόμα από την πλαστική σακούλα. Ο άντρας γελάει. Σκύβει και φιλά το παιδί. Κάτι ψιθυρίζει. Το παιδί ονειρεύεται ότι βρίσκεται στα χέρια του σούπερμαν.  
Αφήνω το βλέμμα μου στη βρεγμένη άσφαλτο και φεύγω.  

Λίγο ακόμα, λέγανε. Λίγο ακόμα. Ξημερώνει.

 Δημήτρης Χριστόπουλος 
Στη μνήμη του Γιάννη Μπεχράκη

πηγή:

...

 "Νοιώθω σπίτι μου όλο τον κόσμο, οπουδήποτε υπάρχουν σύννεφα και πουλιά 
και ανθρώπινα δάκρυα."
Ρόζα Λούξεμπουργκ


 (ποίημα αφιερωμένο σ’ αυτήν , του Δημήτρη  Λεοντζάκου)

"Είμαι η Rosa και σας μιλώ απ’ το νερό. Κουτσαίνω. Πονώ. Στο σώμα πονώ. Από πέντε χρονών. 
Κάτι μου έκοψαν, το ένα μου πόδι είναι λειψό και κουτσαίνω. «το α, κομμένο από τη φράση, πέταξε μακριά όπως η μπάλα στο λιβάδι». Μου είπε ο Κάφκα, το πουλί. Ο Κάφκα, το αποδημητικό.

[...]

Με απασχολούν οι Άγγελοι και η πολιτική. διότι είναι υπάρξεις και πονούν αργά, με υπομονή. 
Πονούν στο σώμα που δεν έχουν, όπως κι εγώ. Ό πόνος έξω.

Η Ιστορία. Τα ψηλά πουλιά. Οι Άγγελοι. Ο Κάφκα είναι αμιγώς πολιτικός συγγραφέας.

[...]

Με σκότωσαν το 1919, με πέταξαν μες στο νερό. Ανθίζω αργά. Εν μέρει είπα. Εν μέρει είναι η αλήθεια...

[...]

Αυτό είναι το νερό: ο τάφος της Ρόζας που είναι κενός. Το τελευταίο που τους είπα είναι για την πίστη μου στον κόσμο, στον λαό. Και στην επανάσταση. Τα πράγματα τους έλεγα, πρέπει να σηκωθούν. Σαν άγγελοι. Να πετούν. 
Να πετάξουν σαν Άγγελοι στο νερό."

Δημήτρης Λεοντζάκος, Η αγάπη/τοπία ξανά, Νεφέλη 2018


....

εδώ βρέχει ακόμα
θλίψη απόγνωση ντροπή

εδώ βρέχει ακόμα
αγγέλους που πετούν

πονώ
σε νερό και χώμα

θυμάμαι..


Ιω


Σημ.: Φωτ. του Γιάννη Μπεχράκη

2 σχόλια:

  1. Εύγε. Απλά.

    «Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
    εκτός αν πατρίδα, είναι το στόμα ενός καρχαρία.

    Τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις ολόκληρη την πόλη
    να τρέχει κι εκείνη.

    Οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
    με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους,
    το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου,
    που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου,
    κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του.
    Αφήνεις την πατρίδα μόνο
    όταν η πατρίδα δεν σε αφήνει να μείνεις.

    Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα
    εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά.
    Φωτιά κάτω απ' τα πόδια σου, ζεστό αίμα στην κοιλιά σου -
    δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες
    μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές
    στο λαιμό σου και ακόμα και τότε ψέλνεις
    τον εθνικό ύμνο
    ανάμεσα στα
    δόντια σου και σκίζεις το διαβατήριό σου
    σε τουαλέτες αεροδρομίων
    κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού
    δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν
    πρόκειται να γυρίσεις.

    Πρέπει να καταλάβεις ότι
    κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα,
    εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά,
    κανένας δεν καίει τις παλάμες του κάτω από τρένα,
    ανάμεσα από βαγόνια
    κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι
    ενός φορτηγού
    τρώγοντας εφημερίδες,
    εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει σημαίνουν
    κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.

    κανένας δεν θέλει να σέρνεται κάτω από φράχτες
    κανένας δεν θέλει να τον δέρνουν ή να τον λυπούνται
    κανένας δεν διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων
    ή την φυλακή,
    παρά μόνο
    επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη από μια πόλη
    που φλέγεται
    κανένας δεν θα το μπορούσε
    κανένας δεν θα το άντεχε
    κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό
    για να ακούσει τα:
    γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι, πρόσφυγες,
    βρωμομετανάστες,
    ζητιάνοι ασύλου που ρουφάτε τη χώρα μας,
    αράπηδες με τα χέρια απλωμένα
    που μυρίζετε περίεργα
    απολίτιστοι
    κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε
    να κάνετε και τη δική μας.
    Πώς αντέχουμε στα λόγια, στα άγρια βλέμματα;...

    ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά
    από το ξερίζωμα
    ενός χεριού ή ποδιού
    ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά από δεκατέσσερις άντρες
    ανάμεσα στα πόδια σου
    ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο να τις καταπιείς
    από τα χαλίκια κι από τα κόκαλα από το κομματιασμένο
    κορμάκι του παιδιού σου.

    Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
    αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
    πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
    και κανένας δεν θα άφηνε την πατρίδα
    εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
    εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα,
    να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου να συρθείς στην έρημο
    να κολυμπήσεις ωκεανούς, να πνιγείς για να σωθείς,
    να πεινάσεις, να εκλιπαρήσεις
    να ξεχάσεις την υπερηφάνεια - η επιβίωσή σου
    είναι πιο σημαντική.

    κανένας δεν αφήνει την πατρίδα
    εκτός αν η πατρίδα είναι μια ιδρωμένη
    φωνή στο αυτί σου που λέει φύγε,τρέξε μακριά μου,
    τώρα δεν ξέρω τι έχω γίνει εγώ η πατρίδα σου
    αλλά ξέρω ότι, οπουδήποτε αλλού,
    θα είσαι πιο ασφαλής από ό,τι εδώ.»

    Warshan Shire, "Home" (Πατρίδα).


    Και άλλη μια "πατρίδα":

    https://youtu.be/P33ZsDBoVlQ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ τόσο!Συγκλονίζει.
      από τα αγαπημένα μου.

      "Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.

      Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου τη σκέψη

      του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

      δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς."

      Γιώργος Σεφέρης, «Ο τελευταίος σταθμός»

      κέρασμα
      https://www.youtube.com/watch?v=QjhfC3fssYo

      Βράδυ καλό

      Διαγραφή