όλη η ζωή μικροί ταξιδεμοί
κάθε βήμα.. κάθε βλέμμα
το βιβλίο που θα διαβάσεις
η μουσική που θα ακούσεις·

και η μνήμη
μνήμη μου.. ο μεγαλύτερος..
Ιω

"Και πώς ξέρετε αν, καθώς ταξιδεύω έτσι, δεν έχω πάρει από πίσω, στα σκοτεινά, τον ίδιο μου τον εαυτό;"
(Φερνάντο Πεσσόα -
« Το Βιβλίο της Ανησυχίας»)

Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ (1939-2020)




Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ


"Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,/ ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα/ 
κάτω απ’ το βάρος της λέξης/ γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση/ όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα./Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου/–απουσία  από τη ζωή –/κλάματα  βγαίνουν στο χαρτί/ κι η φυσική οδύνη του σώματος/ που στερείται."

  έλεγε η Κατερίνα :


 "Όσο στενεύει ο κύκλος της ζωής τόσο πιο πολύ οι κύκλοι της ποίησης πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, ταυτίζονται σχεδόν. 
Οι εμμονές εντείνονται, οι περιστροφές γίνονται όλο και πιο πολύ γύρω στον εαυτό μας που προσπαθεί να μαντέψει τη μόνη πραγματική αλλαγή που περιμένει: το τέλος, τον τελευταίο στίχο."

 "Ορθός χρόνος για την ποίηση δεν υπάρχει ούτε λάθος. Ο χρόνος είναι αρμοδιότητα του σώματος και κάθε συλλογή βγαίνει σε μια συγκεκριμένη στιγμή του σώματος κι όσο πιο έντονο είναι το ποιητικό βίωμα μπορεί ν’ αγγίξει την προφητεία για την εξέλιξη του προσώπου. “Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα” και 
“Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας”, οι δύο τίτλοι έχουν κοινό την “απώλεια” και το “ελάχιστο” που μένει, αν μείνει.
 Όμως ο “Θρίαμβος” γράφτηκε το ’78, δεν ήμουν ούτε 40 χρονών και ο “Ουρανός…” σχεδόν 30 χρόνια μετά. Κι αυτός είναι 
ο ορθός χρόνος. Ο αμετανόητος."




 "Πάντα λέω πως το υπέδαφος του ποιήματος είναι μια πληγή, 
ένα βάσανο. Το ποίημα είναι η αναζήτηση της θεραπείας, είναι 
η θεραπεία. Η πληγή μπορεί να'ναι σωματική, ψυχική, κοινωνική, πνευματική. Μπορεί να'ναι και ξεχασμένη. 
Το υποσυνείδητο όμως τη θυμάται."

 "Για μένα η γλώσσα είναι το παν. Οι εμπειρίες της ζωής είναι γλώσσα, η ύπαρξη είναι γλώσσα, ακόμη κι αν δεν είσαι ποιητής. 
Η έκπληξη, ο πόνος που δοκιμάζεις εκφράζονται με τα φωνήεντα και τα σύμφωνα της γλώσσας που μ’ αυτή ζεις. Η μνήμη είναι μέρος της γλώσσας, όργανό της, όπως η πέννα (το κομπιούτερ τώρα) στον συγγραφέα. Αλλά το ποίημα το εμπνέει η γλώσσα. Αυτή σε παρασέρνει με τους συνειρμούς, την ακουστική, 
τα λογοπαίγνια στον επόμενο στίχο."

 "Ο ποιητής και γεννιέται και γίνεται», επέμενε.» Όπως ένας άνθρωπος. Μπορεί να γεννηθεί καλός και η ζωή να τον κάνει κακό. Μπορεί να γεννηθεί κάποιος ποιητής και η ζωή να μην του δώσει ποτέ την ευκαιρία να το συνειδητοποιήσει και να γράψει. Σκέφτομαι πως ίσως στα λιβάδια να'ναι βοσκοί που δεν ξέρουν πως αντί να μετράνε τα πρόβατα είχαν τη δυνατότητα να γράφουν ποιήματα. Αλλά πάλι, είμαι σίγουρη πως αν έχουν κάτι ποιητικό μέσα τους θα συλλαμβάνουν, θα απολαμβάνουν το τοπίο κάπως αλλιώς και κάπως αλλιώς θα συνομιλούνε με τα πρόβατα."


"Γράφοντας, ο ποιητής,  προσπαθεί να εγκαταστήσει μια ισορροπία ανάμεσα στον έξω κόσμο και στον εσωτερικό του κόσμο. Αν είναι  σεμνός και ντροπαλός θα μεγαλοποιήσει τα πράγματα για να δικαιολογήσει τη δειλία του. 
Αν είναι δυναμικός κι εκφραστικός, πάλι, θα ρίξει φως στα σκοτάδια για ν’ αποδείξει πως κανένα σκοτάδι δεν μπορεί 
να του αντισταθεί."

πηγή:




το αγαπημένο μου ποίημα της Κατερίνας..
ένας κόσμος ολάκερος..
μια πατρίδα κοινή


ΛΥΠΙΟΥ



Προοίμιο


Τα ποιήματα αποτυχαίνουν

όταν αποτυχαίνουν οι έρωτες.

Μην ακούτε τι σας λένε

θέλει ερωτική θαλπωρή

το ποίημα για ν’ αντέξει

στον κρύο χρόνο…



Έναν τόπο επινόησα

για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,

λυπημένη ως τους άλιωτους πάγους μέσα μου,

ώς τα κρυσταλλωμένα δάκρυα,

ώς να βγουν οι νοσταλγίες, πανθηρούλες λευκές

που δαγκώνουν και τσούζουν οι δαγκωματιές τους.

Λυπιού λέω τον τόπο που επινόησα

για να πηγαίνω όταν είμαι βαθιά λυπημένη,

μια κατάσταση που εντείνεται ακατάπαυστα

αφού όλα τα ωραιοποιημένα τοπία του τέλους

αρχίζουν να μυρίζουν μουχλιασμένα νερά

και καρπούς σάπιους.



Στη Λυπιού φτάνεις χωρίς αναστεναγμό

μόνο μ’ ένα σφίξιμο ελαφρό

που θυμίζει τον έρωτα σαν στέκεται

αναποφάσιστος στο κατώφλι του σπιτιού.

Έχει ιεροβάμονες ποιητές εδώ

ποιητές με μεγάλη έφεση για ουρανό,

πανύψηλους, που μ’ ένα τίναγμα της κεφαλής

σημαίνουν το «όχι... όχι... λάθος»

ή και το «τι κρίμα, τώρα είναι αργά!»

ενώ ένας επαίτης στη γωνιά συνέχεια μουρμουρίζει:

«Το καλό με τον πόθο

είναι πως όταν χάνεται

χάνεται κι η αξία του αντικειμένου του μαζί».



Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης

γίναν σιωπηλές πλατείες

τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά

κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες

σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιόνται στα σοκάκια.

Κάτι χειρότερο από γερατειά,

η χώρα τούτη κατοικείται από νιάτα αμεταχείριστα.



Στη Λυπιού κλαίω συνέχεια

από τότε που μου ’δειξες την αξία της λύπης.

Όχι, δεν είναι το αρνητικό της γονιμότητας

αλλά το θετικό της απουσίας...

Έλεγες και το προφίλ σου με τάραζε

σαν να το ’χαν σκαλίσει στον πιο σκληρό βράχο,

τα μάτια σου σαν να ’ταν από θειάφι

αλαφιασμένα, μ’ αλάφιαζαν.

Ας κλαίμε, λοιπόν, κι ας το λέμε χαρά

χαρά γιατί είμαστε ακόμη εδώ υποφέροντας.        .

Με το ξημέρωμα θα μπούμε σ’ άλλο λιμάνι

όπως σ’ ένα καινούργιο ποίημα

και μες στην πάχνη θα κρατώ

τον τελευταίο στίχο μιας ανείπωτης ερωτικής ιστορίας.

Η φωνή, το ύψος του κορμιού, η γραμμή του αυχένα

αιώνιες επαναλήψεις του ακόρεστου φόβου.

Κοιτάζοντας σε ανακάλυψα την ενδοχώρα

του αισθήματος.



Ο πιο όμορφος άντρας της Λυπιού

βρήκε μια μαύρη πεταλούδα νεκρή στα σεντόνια του.

Ήταν γυμνούλης, λίγο ιδρωμένος και γυάλιζε  

αλλά όχι τόσο όσο εκείνη μ’ όλο το φως τ’ απροσμέτρητο

που ’βγαίνε απ’ το θάνατο.

Το φτερωτό σύμβολο της επιπολαιότητας, η πεταλούδα,;

ακίνητη, ντυμένη τα χρώματα της νύχτας   

βρέθηκε ξαπλωμένη σαν να την είχε γλεντήσει ο χάρος

κι αμέσως μετά να την είχε απαρατήσει.

Ή σαν να ξεκουραζόταν πριν αρχίσει το δύσκολο

δρόμο της απ' το μαύρο στο τέλειο.



Η πιο νέα γυναίκα στη Λυπιού είμαι γω

που κοιτώ, κοιτώ και δεν πιστεύω   

πώς τόσος κουρνιαχτός συσσωρεύεται

στην οδό της χαράς.

Λέω: κάποιο λάθος έγινε δω

και δεν ακολούθησα το δρόμο του μεταξιού

ούτε άγγιξα ποτέ τον ήρωα του ποιήματος στο στήθος.

Την καρδιά του μόνο φαντάστηκα να στέκεται,  

σαν κάτι Τράπεζες που περνάμε απ’ έξω και λέμε:

«Για φαντάσου πόσα εδώ, πόσα φυλάσσονται!»    



Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα

κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα   

για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που’ χω χάσει

όταν πιάνουν εκείνα τ’ αβάσταχτα σούρουπα  

κείνα τα άφωνα ξημερώματα

κι είναι σαν να περιμένεις το κουδούνι του σχολείου

να χτυπήσει, το μάθημα πάλι ν’ αρχίσει

μια ακόμη άσκηση πάνω σε άγνωστο θέμα.

Κοιτάς χάμω της αυλής το τσιμέντο, τα χαλίκια  

τινάζεις τα ψίχουλα απ’ το κουλούρι στην μπλε ποδιά

και μπαίνεις στην τάξη

μπαίνεις στη μονοτονία του άγευστου χρόνου

στην αοριστία της ύπαρξης

που ξέρω, λίγο αλλοιωμένη,

τη συναντάς πάλι προς το τέλος.



Η θρησκεία στη Λυπιού

είναι μια Έννοια Ακέφαλη.

Το άγαλμα της κάθεται φρόνιμα

στις αδελφές της δίπλα:

την Αρετή, την πιο ωραία, και τη Σοφία

με τις πιο σωστές αναλογίες.

Η Έννοια όμως λατρεύεται χωρίς κεφαλή  

κι όταν εκείνος που θ’ αγαπούσα εάν…

έρχεται να προσκυνήσει, φοράει πουκάμισο ροζ

και βρίσκεται σε διέγερση

γιατί κάθε έννοια γι’ αυτόν σημαίνει κάτι

όπως και τ’ αντίθετο της.

Εδώ ο έρωτας κι ο θάνατος γίνηκαν ένα σώμα

και το χορτάρι που φυτρώνει

ανάμεσα στα ανάσκελα μέλη των αγαλμάτων

τα κάνει σαν ζωντανές ψυχές να μοιάζουν

που θλίβονται μες στο πράσινο και ναυαγούν

σε ξένα μάτια κι ερωτευμένες υποφέρουν.

Στη Λυπιού λατρεύεται ο έρωτας-θάνατος

σαν έννοια μία, ακέφαλη γιατί χωρίς ελπίδα.





δε λέω αντίο Κατερίνα
κάθε που θα σε ζητώ
ξέρω που θα σε ανταμώνω

στη Λυπιού..

"Ό,τι χάνεις μένει μαζί σου για πάντα

κι η Λυπιού είναι μια χώρα που έφτιαξα   

για να ’μαι πάντα ένα μ’ αυτά που’ χω χάσει".


εις το επανιδείν!

Ιω



Σημ.: Φωτ. από το διαδίκτυο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου